Άγιος Συμεών

19. ΣΥΜΕΩΝ ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ (2)

Τα παιδικά του χρόνια

 

Ο Συμεών σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές γεννήθηκε στο Βαθύρεμα στο τέλος του 15ου αιώνα. Το Βαθύρεμα είχε τότε δυο ιερείς τον παπά Θωμά και τον παπά Ανδρέα. Ο Συμεών ήταν μοναχογιός του παπά Ανδρέα και κάναν ότι μπορούσαν για να ριζώσουν τον Χριστό στην καρδιά του. Δεν υπήρχε τότε σχολείο αλλά τα παιδιά του χωριού πήγαιναν το βράδυ στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου όπου ο παπά Ανδρέας τους μάθαινε γράμματα. Επίσης ο παπά Ανδρέας έπαιρνε τον Συμεών από το χέρι στις εκκλησίες που λειτουργούσε στους Αγίους Θεόδωρους στον Άγιο Νικόλα στην Παναγία αλλά και στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας που βρισκόταν στην κορυφή Αετός δυο χιλιόμετρα έξω από το Βαθύρεμα. Στις εκκλησίες αυτές ο πατέρας του τον έβαζε να ανάβει το θυμιατό το κερί και να συλλαβίζει το ψαλτήρι.

Όλα αυτά λοιπόν έκανα τον Συμεών να δώσει μια υπόσχεση στον Θεό. Να μείνει παρθένος να γίνει καλόγηρος και να αφοσιωθεί στον Ύψιστο. Και ο νεαρός Συμεών είδε και έπαθε για να εκπληρώσει το τάμα του. Μέχρι τον θάνατο αψήφησε.

Πίεση για γάμο και η αντίδραση του Συμεών 

          Κοτζαμπάσης του χωριού τότε ήταν ο Αθανάσιος Τσαγκάλης ο οποίος είχε μια κόρη την Τριανταφυλλιά δώδεκα ετών τότε. Ο κοτζαμπάσης είχε βάλει στο μάτι του τον Συμεών και ήθελε οπωσδήποτε να τον παντρέψει με την κόρη του. Ήταν όμως πολύ δύσκολο αυτό μιας μια ο Συμεών είχε δώσει το τάμα του στον Θεό.

Έπρεπε λοιπόν να βρει ένα τρόπο να τον παντρέψει με την μοναχοκόρη του. Το πονηρό του μυαλό λοιπόν σκαρφίστηκε ένα μεγάλο ψέμα. Καλεί τον παπά Ανδρέα σπίτι του και του λέει πως σε λίγες μέρες θα έρθουν οι Τούρκοι για παιδομάζωμα και φέτος κατ’εξαιρεση θα έπαιρναν παιδιά μέχρι 20 ετών. Ψέμα βέβαια αυτό μιας και οι τούρκοι έπαιρναν παιδιά μέχρι 17 ετών για να τους κάνουν γενίτσαρους. Τα παντρεμένα παιδιά δεν τα έπαιρναν οπότε πείθει τον παπά Ανδρέα να παντρέψει τον Συμεών με την κόρη του την Τριανταφυλλιά.

Συντετριμμένος με αυτά που άκουσε ο παπά Ανδρέας πάει στην παπαδιά την Αικατερίνη και της λέει τα άσχημα νέα. Μόνο αν τον παντρέψουμε με την κόρη του κοτζαμπάση της είπε θα σωθεί ο γιος μας. Έπεσε λιπόθυμη η καημένη ‘όταν άκουσε πως θα πάρουν τον γιο της. Στη συνέχεια ο παπά Ανδρέας λέει στον γιο του τα άσχημα νέα αλλά και τον τρόπο για να γλιτώσει το παιδομάζωμα.

Ο Συμεών όμως αντέδρασε και του λέει πως ούτε το χατίρι του κοτζαμπάση θα κάνει και θα παντρευτεί την κόρη του ούτε μουσουλμάνος θα γίνει. Θα πάω στα βουνά και θα ασκητέψω είπε στον πατέρα του.

Η αντίδραση του Κοτζαμπάση και ο γάμος με το ζόρι

Πάει ο παπά Ανδρέας στον κοτζαμπάση για να του ανακοινώσει την απόφαση του Συμεών. Δεν την περίμενα την απάντηση αυτή ο Τσαγκάλης  και εκνευρίστηκε πάρα πολύ. Αφού αναχώρησε ο πατέρας του Συμών ο Τσαγκάλης και έχοντας ήδη νυχτώσει πηγαίνει στα νότια του χωριού όπου βρισκόταν στρατιωτικό απόσπασμα υπό την αρχηγία ενός Γιουζ-μπασήν ονόματι Μουσάν. Συνομιλεί για λίγο και μετά ο Μουσάς διέταξε πέντε στρατιώτες να συνοδεύσουν τον Τσαγκάλη όπου αυτός ήθελε. Πάει λοιπόν στην οικία του παπά Ανδρέα. Χτυπά την πόρτα και πριν προλάβει να τους υποδεχτεί αρπάζει τον Συμεών και τον πηγαίνει στην οικία του. Εκεί τους περίμενε ο έτερος ιερέας του χωριού ο παπά Θωμάς. Χωρίς να το καταλάβει λοιπόν ο Συμεών από εκείνο το βράδυ ήταν ο σύζυγος της Τριανταφυλλιάς. Για τους υπόλοιπους κάτοικους του χωριού αυτό ήταν μέγα σκάνδαλο μιας παρόλο που ο Συμεών έδωσε τάμα στον Θεό βρέθηκε να είναι παντρεμένος με την κόρη του Κοτζαμπάση.

Το παιδομάζωμα 

Ήταν 23 Αυγούστου το 1505 και όλο το χωριό γιόρταζε. Πανηγύρι στο Βαθύρεμα. Όλοι ήταν εκεί στην εκκλησία μαζεμένοι. Νέοι γέροι άντρες γυναίκες αγόρια και κορίτσια. Πλησίαζε μεσημέρι και ετοιμαζόταν τα φαγητά τα γλυκίσματα και τα ποτά. Όλο το χωριό γλένταγε στην γιορτή της Παναγίας χόρευε και πέρναγε καλά. Ξαφνικά εμφανίζεται ο αγροφύλακας και αναγγέλλει τα κακά νέα. Απόσπασμα Κούρδων ιππέων έρχεται προς το Βαθύρεμα. Οι χοροί διαλύθηκαν, τα μουσικά όργανα σίγησαν, τα χειροκρότημα και τα τραγούδια των νέων και νεανίδων σταμάτησαν, το πλήθος διασκορπίστηκε εδώ και κει και οι περισσότεροι κλείστηκαν στα σπίτια τους.

Εντός ολίγου φτάνει το απόσπασμα και ο κοτζαμπάσης τους υποδέχεται. Ο αξιωματικός Καρά Μουράτ ήταν ο διοικητής του αποσπάσματος και συνοδευόταν από έναν κατώτερο αξιωματικό και έναν γραμματέα. Όλοι μαζί πήγαν προς την Μεγάλη βρύση και κάθισαν κάτω από ένα πλάτανο. Διατάσει στη συνέχεια τον κοτζαμπάση να δώσει κατάλογο όλων των οικογενειών και ο κάθε πατέρας ήταν υποχρεωμένος να μαρτυρήσει πόσα παιδιά είχε. Βγαίνει ο διαλαλητής στο χωριό και φωνάζει πως όσοι έχουν παιδιά από εξη ετών και πάνω να τα παρουσιάσουν στον κοτζαμπάση να τα γράψει. Όποιος  κρύψει κάποιο παιδί θα κρεμαστεί , η οικογένειά του θα πωληθεί και θα του πάρουν όλα  τα υπάρχοντα. Σαν κεραυνός αντήχησε ο ορισμός του Καρά Μουράτ.

Ολόκληρο το χωριό βυθίστηκε σε αθυμία. Θρήνος και κραυγές σπαρακτικές ακουγόντουσαν από τα σπίτια από τα οποία πήραν τα παιδιά. Οι μητέρες αδελφές και συγγενείς των παιδιών φόρεσαν μαύρα και για τρία συναπτά έτη ούτε σε γάμους παρευρισκόταν ούτε στην εκκλησία πήγαιναν. Το παιδομάζωμα τότε λογιζόταν ως θλιβερή δοκιμασία του έθνους.

Το εγγονάκι του κοτζαμπάση και τα επεισόδια 

Η ζωή στο πληγωμένο Βαθύρεμα βρήκε και πάλι τους κανονικούς του ρυθμούς. Ο κοτζαμπάσης μετά το παιδομάζωμα φοβόταν πως ο Συμεών θα παράταγε την κόρη του και θα πήγαινε να ασκητέψει. Ήλπιζε λοιπόν σύντομα η κόρη του να μείνει έγκυος. Ο καιρός πέρναγε η κόρη του δεν έμενε έγκυος και μαύρα φίδια των έζωναν. Η Τριανταφυλλιά όμως ήθελε και παιδάκι. Αφού έβλεπε πως με τον Συμεών ποτέ δεν θα το έκανε πήγε με τον αγροφύλακα. Μετά από καιρό λοιπόν ο κοτζαμπάσης όμως βλέπει την κοιλιά της να φουσκώνει και έτσι ησύχασε. Αλλά που να ήξερε όμως με ποιον έκανε το παιδί.

Γεννιέται ο γιος του Συμεών και σε σαράντα μέρες έγινε η βάφτιση του. Στην βάφτιση του γιου του στήνεται μεγάλο γλέντι στην πλατεία του χωριού.  Οι ιερείς ευλόγησαν το τραπέζι και όλος ο κόσμος τους ευχήθηκε και φώναζε να σας ζήσει. Ο Συμεών όμως και η Τριανταφυλλιά είχαν πέσει σε κατάθλιψη αφού ξεραν ποιανού ήταν το παιδί. Που να πιει κρασί ο Συμεών. Ο κοτζαμπάσης έπινε τα κρασιά του και έριχνε λοξές ματιές στο ζευγάρι. Στον κόσμο τους ήταν ο Συμεών και η Τριανταφυλλιά. Δεν άντεξε άλλο ο Τσαγκάλης και ξεσπάθωσε κατά του Συμεών.

-Γιατί βρε χαμένο κορμί δεν πίνεις κρασί; Φοβάσαι μη σε φαρμακώσω; Από την μια έλεγες πως θες να γίνεις καλόγηρος και από την άλλη ήρθες νύχτα σπίτι μου και στεφανώθηκες την Τριανταφιλλίτσα μου. Που είναι βρε γαϊδούρι ο όρκος που έδωσες στον Χριστό πως θα μείνεις παρθένος; Οι καλεσμένοι πήραν στο ψιλό τον Συμεών  και τον γιουχάιζαν. Δεν άντεξε λοιπόν ο Συμεών και ξεσπάθωσε.

– Εγώ του λέει ήρθα σπίτι σου ή εσύ έστειλες απόσπασμα να με πάρει και να με παντρέψεις με το ζόρι με την κόρη σου. Αν ήσουν τίμιος άνθρωπος δεν θα κορόιδευες τον πατέρα μου πως στο παιδομάζωμα θα έπαιρναν παιδιά μέχρι είκοσι ετών ενώ στην πραγματικότητα οι τούρκοι παίρνουν μέχρι δεκαεφτά ετών. Μάθε του λέει πως το παιδί που έχει η κόρη στην αγκαλιά της το έκανε με άλλον και όχι με μένα. Μόλις τα άκουσε αυτά ο κοτζαμπάσης άναψε σαν ηφαίστειο.

– Ποιος είσαι συ που θα πεις την κόρη μου πόρνη και έκανε το παιδί με άλλον. Ποιος είσαι συ βρε άθλιε βρε χαμένο κορμί που με βρίζεις με τον αισχρότερο τρόπο. Εσύ δεν είσαι άξιος να με κοιτάξεις. Σε πάντρεψα με την κόρη μου για να σε γλιτώσω από το παιδομάζωμα και συ Ιούδα αντί να με ευχαριστήσεις με βρίζεις. Όρμησε με μαχαίρι για να τον σφάξει. Παίρνει λοιπόν την απόφαση να τον κάψει ζωντανό.

Στην πυρά 

Αποφασίζουν λοιπόν να τον κάψουν ζωντανό στην πλατεία του χωριού. Τον πιάνουν και τον φυλακίζουν στο διοικητήριο. Πρωί πρωί την άλλη μέρα χτυπούσαν οι καμπάνες του χωριού. Ο διαλαλητής καλούσε τον κόσμο να φέρει ξύλα στην πλατεία για να κάψουν τον Συμεών. Ήταν τόσο μεγάλο το μίσος που έφεραν τόσα ξύλα για να κάψουν όχι έναν αλλά δέκα ανθρώπους. Ο παπά Ανδρέας πήρε στον Άγιο Νικόλα και πήρε μεταλαβιά για να κοινωνήσει τον Συμεών. Οι στρατιώτες πήραν τον Συμεών από το διοικητήριο και τον έσυραν σαν σκυλί στην πλατεία στον σωρό με τα ξύλα. Ατάραχος εντελώς ο γιος του παπά Ανδρέα πήγε μπρος στον σωρό με τα ξύλα και έριξε ακόμη ένα ξύλο.

Το θαύμα

 

Ανεβάζουν τον Συμεών πάνω στον σωρό και τον ετοιμάζουν να τον κάψουν. Του ζητούν όμως μια τελευταία επιθυμία. Και ο Συμεών ζητάει από την Τριανταφυλλιά να σηκώσει το γιο του τον Δημητράκη όσο πιο  ψηλά μπορεί στα χέρια της. Και όταν έκανε αυτό που της ζήτησε ρωτάει τον γιο του. – Δημητράκη ποιον έχεις πατέρα;;;  Τον αγροφύλακα απάντησε με μια φωνή τόσο δυνατή που ξεκούφανε τους στρατιώτες.

Θαύμα θαύμα θαύμα κραύγαζε το συγκεντρωμένο πλήθος. ΟΙ στρατιώτες αμέσως κατέβασαν τον Συμεών από τον σωρό και του φίλαγαν τα χέρια λέγοντας του ‘’εσύ είσαι άνθρωπος του Θεού μη μας κάνεις κακό ‘’. Ο Συμεών είναι άγιος πετάξτε τα ξύλα δεν πρέπει να τον κάψουμε. Αφήστε τα είπαν κάποιοι ‘άλλοι. Να κάψουμε τον κοτζαμπάση. Πρόλαβε όμως να πάρει την κόρη του με τον γιο της και να εξαφανιστεί. Ο Γιουζ Μπασής  έμεινε σαν απολιθωμένος με αυτά που είδε. Αυτός δεν είναι άνθρωπος αυτός είναι άγγελος αναφώνησε. Τον έστειλε ο Αλλάχ να φανερώσει την δόξα του στον κόσμο. Για χατίρι του κοτζαμπάση πήραμε στο λαιμό μας μεγάλο κρίμα έλεγε ο Μουσας.  Πρέπει να φύγουμε το συντομότερο από εδώ γιατί αν κάνει προσευχή να πέσει η οργή του Θεού πρώτα σε μας θα πέσει μιας και δώσαμε την διαταγή να τον κάψουν ζωντανό.  Οι δε κάτοικοι του χωριού βρισκόταν άνω κάτω. Τρέχαν στις εκκλησιές να ανάψουν κεριά και σταυροκοπούμενοι  προσκυνούσαν τις εικόνες.

Μετά από όλα αυτά ο Συμεών δεν προτίμησε να μείνει στο χωριό αλλά να φύγει μια για πάντα από το Βαθύρεμα.  Θα μπορούσε να μείνει εκεί και να απολάμβανε δόξες και τιμές από τους συγχωριανούς του αλλά δεν το ήθελε. Αποχαιρέτησε  τους γονείς του και ήξερε πως δεν θα τους ξαναέβλεπε  ποτέ πια. Ο γέρος παπά Ανδρέας τον σταύρωσε και του έδωσε την ευχή του. Το ίδιο έκανε και η μητέρα του κλαίγοντας. Αυτό ήταν. Ο Συμεών του αποχωρίστηκε για πάντα.

19. ΣΥΜΕΩΝ ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ

Μοναχική ζωή 

Στην επισκοπή Δημητριάδας 1510-1520 μ.Χ

Το Βαθύρεμα τότε υπαγόταν τότε στην Επισκοπή Δημητριάδας που είχε την τύχη να ποιμαίνετε από τον επίσκοπο Παχώμιο. Ο Συμεών του χτύπησε την πόρτα τον πήρε και τον έκανε μοναχό και διάκονο. Είχε όμως άλλες βλέψεις ο Συμεών, την ασκητική ζωή. Πήγε λοιπόν στο Μοναστήρι του Κομνηνείου στον Κίσσαβο. Εκεί προσευχόταν για τους ανθρώπους που τον αδίκησαν τον κοτζαμπάση την Τριανταφυλλιά αλλά και τους γονείς του χωρίς να ξέρει να ζουν ή πέθαναν.

Στο Άγιο Όρος  (1520-1525 μ.Χ)

 

Πρώτος του σταθμός η μονή της Μεγίστης  Λαύρας . Τις πρώτες μέρες στην μονή έκανε κάτι που σοκάρισε τους υπόλοιπους μοναχούς. Τον καμάρωναν οι άλλοι μοναχοί για τα μαλλιά του λέγοντας του ‘’ πόσο ωραία είναι διάκονε τα μαλλιά σου. Και τότε έκανε κάτι που δεν το περίμεναν. Πήγε στο κελί του έκοψε τα μαλλιά του και τα έδωσε στον μοναχό που τα καμάρωνε.

Στην Ιερά Μονή Φιλοθέου

Δεύτερος σταθμός η Ι. Μ. Φιλοθέου. Στις μέρες του έτυχε να χηρεύσει η θέση του ηγούμενου και οι υπόλοιποι μοναχοί εντυπωσιάστηκαν από την αρετή του Συμεών που του πρότειναν να  πάρει τη θέση αυτή. Ο Συμεών αρνήθηκε αλλά οι μοναχοί τον παρακάλαγαν να αλλάξει γνώμη. Τελικά άλλαξε γνώμη και έγινε ο ηγούμενος της Μονής. Το πρώτο που έκανε ήταν να κάνει πιο ασκητική τη ζωή στο μοναστήρι. Αυτό μάλλον δεν άρεσε στους υπόλοιπους μοναχούς και έτσι αυτοί που τον παρακάλαγαν να γίνει ηγούμενος ήταν αυτοί που ανήμερα του Πάσχα του επιτέθηκαν και τον χτύπησαν. Μετά από αυτό το γεγονός ο Συμεών έφυγε για πάντα από το Άγιο Όρος.

Στο Πήλιο 

Φεύγοντας από το Άγιο Όρος ο Συμεών εγκαταστάθηκε σε μια βουνοπλαγιά στο Πήλιο κοντά στα χίλια μέτρα υψόμετρο και με θέα το Άγιο Όρος προς τη μια πλευρά και το Βαθύρεμα προς την άλλη. Εκεί έζησε 3 χρόνια έχοντας σαν σπίτι του τον ίσκιο μιας αγριομηλιάς και υπομένοντας κρύο χιόνια βροχές και αστραπές. Μαθεύτηκε  πως εκεί ασκητεύει ένας ιερομόναχος και πολλοί πήγαν να τον συναντήσουν. Αρκετοί από αυτούς έμειναν μαζί του φτιάχνοντας καλύβες καλλιεργούσαν τη γη και παράγοντας τα προς το ζην. Έφτιαξαν και μια εκκλησία αφιερωμένη στην Αγιά Τριάδα εις ανάμνηση της ομώνυμης εκκλησιάς του Βαθυρεματος που στεκόταν σαν φάρος στην βουνοκορφή  Αετός. Ο Συμεών ποτέ δεν μπορούσε να ξεχάσει την εκκλησία  αυτή. Θυμόταν τις λειτουργίες  που έκανε εκεί με τον πατέρα του και το μυαλό του πήγαινε στην Τριανταφυλλιά στον κοτζαμπάση και στην μητέρα του. Πέρασαν πλέον είκοσι χρόνια και δεν ήξερα αν ζουν ή αν έχουν πεθάνει.

Στο εξωκλήσι της Αγιάς Τριάδος

Ο Συμεών πήγε στον Δεσπότη για θέματα του Μοναστηριού αλλά κάτι τον έλεγε μέσα του να περάσει από το εκκλησάκι της Αγιάς Τριάδος. Εκεί πήγε μια μέρα του 1540 μια γυναίκα από το Βαθύρεμα. Εκεί η γυναίκα αυτή βρήκε έναν καλόγηρο εντελώς άγνωστο. -Πρώτη φορά του λέει σας βλέπω στο εκκλησάκι αυτό.

–          Ξένος είμαι της απαντά. Ντόπια είστε της ρώτησε.

–          Λέγομαι Τριανταφυλλιά και είμαι από το Βαθύρεμα.

–          Είμαι καλόγηρος από το Άγιο Όρος και γυρίζω στα χωριά της απάντησε.

Ήθελε να του εξομολογηθεί η Τριανταφυλλιά μιας και του ενέπνεε πολύ σεβασμό.

Του είπε λοιπόν πως έχει να μεταλάβει είκοσι χρόνια και πως απάτησε τον άντρα της έχει εξώγαμο παιδί. Τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει για να σώσει την ψυχή της. Της διάβασε μια ευχή για να την συγχωρέσει.

Δεν ήθελε με τίποτα να φύγει από το εκκλησάκι η Τριανταφυλλιά και άρχισε να του περιγράφει το πάθημα της. Του είπε για τον πατέρα της που από τότε που ο γιος της σαράντα ημερών μίλησε άφησε τη θέση του κοτζαμπάση και ούτε στην εκκλησία πήγαινε ούτε μιλούσε σε κανέναν. Τον χτύπησε αρρώστια και έπεσε στο κρεβάτι. Δεν ήταν αρρώστια ήταν οργή Θεού.  Βρώμισε το κορμί του και τον έτρωγαν τα σκουλήκια. Όποτε μια μέρα ζήτησε από τον παπά να τον εξομολογήσει και να κοινωνήσει. Ο παπάς όμως ήταν ο όμως ήταν ο πεθερός μου και από τότε που αποφάσισε να του κάψουν το παιδί δεν ξανάσμιξαν. Πως λοιπόν του λέει του πατέρα να φέρω τον παπά να σε εξομολογήσει και να σε κοινωνήσει. Εσύ του λέει είσαι που πήρες την απόφαση να κάψεις τον γιο του.

Ο πατέρας μου τότε με αγριοκοίταξε και φωνάζοντας όσο μπορούσε της είπε πήγαινε τώρα να φέρεις τον παπά Ανδρέα αλλιώς θα σε καταραστώ. Πήγα και γω λοιπόν στον  Αη Νικόλα και τον περίμενα. Μόλις με είδε σάστισε. Τι θέλεις εδώ μου λέει. Σε ζητάει επίμονα ο πατέρας μου να τον εξομολογήσεις και να τον κοινωνήσεις. Πήγε λοιπόν ο παπά Ανδρέας και πήρε την μεταλαβιά και τον κοινώνησε. Μετά από λίγο πέθανε.

Ο Συμεών προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Η μάνα της είχε πεθάνει προ πολλού και τώρα βρέθηκε να είναι μόνη της με ένα ορφανό στην αγκαλιά. Όταν πέθανε ο πατέρας σου δεν βρέθηκε καμία συγχωριανή δίπλα σου να σε στηρίξει. Καμιά μια καμιά δεν ήρθε να με βοηθήσει του είπε. Μόνη μου στο σπίτι έμενα και αβοήθητη. Ώσπου ένα βράδυ κάποιος της χτύπησε την πόρτα. Ήταν ο παπά Ανδρέας. Ησύχασε της λέει από τότε που πέθανε ο πατέρας σου, πατέρας σου θα είμαι εγώ και την πήρε στο σπίτι του. Και έτσι βρέθηκα στο σπίτι μαζί τους.

Τότε ρώτησε ο Συμεών αν τα πεθερικά της ζουν ακόμη. Πάνε δυο χρόνια που πέθαναν. Ο παπά Ανδρέας πήγαινε κάθε βράδυ στον Άγιο Αθανάσιο να μάθει τα παιδιά γράμματα με κρύα και με χιόνια. Έπαθε πλευρίτιδα αρρώστησε και πέθανε. Η γυναίκα του η Αικατερίνη αρρώστησε από τον καημό της και πέθανε μετά από λίγο. Θεός σχωρές τους είπε ο Συμεών.

Και έμεινα η δύστυχη με τον Δημήτρη  μου που τότε θα ήταν δεκαεφτά χρονών αλλά τον έχασα και αυτόν. Όταν έγινε δεκαεπτά χρονών θα τον παντρεύαμε αλλά βγήκε φιρμάνι για παιδομάζωμα. Αλλά μου είπε τότε μανούλα μου κλέφτη ια γίνω και στα βουνά θα πάω. Γεννιτσαρος δεν γίνομαι. Και την μέρα εκείνη σηκώθηκε και έφυγε αφού με φίλησε και με προσκύνησε.

Θέλω να πεθάνω δέσποτα μου του λέει αλλά όχι ασυγχώρητη. Αλλά που να βρω τον Συμεών αυτόν τον άγιο άνθρωπο. Μου έρχεται να πάω από μοναστήρι σε μοναστήρι για να τον βρω και να πέσω στα πόδια του. Όσοι καλογέροι έρχονται τους ρωτώ και τους ξαναρωτώ μήπως τον έχουν δει. Εσύ πάτερ μου που έρχεσαι από το Άγιο Όρος μήπως έτυχε να δεις τον άντρα μου ;;

Εγώ είμαι ο Συμεών είπε και πνίγηκε η φωνή του. Θεε μου θέε μου είπε η Τριανταφυλλιά και έπεσε λιπόθυμη στα πόδια του.

–          Συγχώρεσε με για αυτό που σου έκανα του είπε.

–          Εγώ Τριανταφυλλιά μου σε συγχώρεσα από την πρώτη κιόλας μέρα. Αλλά και τώρα σε συγχωρώ, χίλιες φορές να είσαι συγχωρεμένη.

Στη συνέχεια η Τριανταφυλλιά παρακάλεσε τον Συμεών να την συνοδευσει μέχρι το Βαθύρεμα. Της εξήγησε πως δεν μπορεί μιας και οι μοναχοί έχουν κόψει κάθε σχέση με τον παλιό τους κόσμο. Σηκώθηκε να την αποχαιρετήσει Σηκώθηκε και η Τριανταφυλλιά αλλά σωριάστηκε πάλι στο έδαφος. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν μπόρεσε. Ο Συμεών κατάλαβε πως είναι στα τελευταία της και αποφάσισε να την συνοδευσει μέχρι το χωριό. Θα ήταν για αυτόν μια υπέρβαση.

Το σκοτάδι έπεφτε και ο Συμεών παρακάλεσε ένα τσοπανόπουλο που ήταν εκεί να τον βοηθήσει να μεταφέρουν την Τριανταφυλλιά στο σπίτι της στο Βαθύρεμα. Έφτασαν στο χωριό και την πήγαν στο σπίτι της. Την ξάπλωσαν στο κρεβάτι και αυτή είπε ‘’ θέλω να κοινωνήσω ‘’. Έτρεξε το τσοπανόπουλο μέσα στο σκοτάδι και έφερε ένα παπά για να την κοινωνήσει. Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού Τριανταφυλλιά  είπε ο παπάς. Έκανε τον σταυρό της και έπιασε το χέρι του Συμεών, και έκλισε για  πάντα τα μάτια της. Ο παπάς έτρεξε στον Αη Νικόλα και χτύπησε τις καμπάνες πένθιμα.

Ο Συμεών κάθισε δίπλα στην νεκρή ανάμεσα στους συγχωριανούς του αμίλητος και με βλέμμα στον ουρανό. Σε λίγο δάκρυσε και ο Συμεών που ήταν σαν άγαλμα βουβός. Πήρε την απόφαση να φύγει όμως γιατί αν έμενε θα τον πρόδιδε το τσοπανόπουλο. Πριν φύγει όμως είπε να πει κάτι σαν επικήδειο στην νεκρή.

–                 Αδέλφια η επίγεια ζωή της αδερφής μας Τριανταφυλλιάς τέλειωσε, όπως κάποτε θα τελειώσει και η δική μας, γατί άπαντες έχουμε ημερομηνία λήξεως. Και μετά κατά τα έργα μας αδελφοί. Ότι κάνουμε στον κόσμο αυτό, θα δώσουμε λόγο στον Θεό, και Αυτός , με βάση τα έργα μας θα μας κατατάξει ή στον Παράδεισο ή στην Κόλαση. Για αυτό όλα τα επίγεια είναι μάταια και αξία έχουν μόνα όσα κάνουμε για την ψυχή μας. Ας ευχηθούμε ο αγαθός Θεός την νεκρή μας Τριανταφυλλιά να την ευσπλαγχνισθεί να την λυπηθεί  για τα τόσα βάσανα που πέρασε, να λάβει υπόψη την μετάνοιά της, τις καλές πράξεις που έκανε επί γης και να την βάλει στον Παράδεισο ένθα ουκ έστι πόνος , ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητη. Αμήν.

Τα παραπάνω είναι η περίληψη του βιβλίου  Ο όσιος Συμεών ο ανυπόδητος και μονοχίτων.

Του Θεόδωρου Χατζημιχάλη.  Αθήνα  1974


Σχολιάστε